θεατρίζω

θεατρίζω
θεατρίζω (ins fr. Gerasa: JRS 18, 1928, 144ff, no. 14, 18 [c. 102–14 A.D.], where the word certainly appears, though its mng. is uncertain; s. HCadbury, ZNW 29, 1930, 60–63; Achmes 21, 5 ἀτίμως θεατρισθήσεται; 51, 11; Suda II 688, 26; Byz. Chron. in Psaltes p. 328; ἐκθεατρίζω in Polyb. 3, 91, 10 and Diod S 34+35 Fgm. 2, 46) put to shame, expose publicly ὀνειδισμοῖς τε καὶ θλίψεσιν θεατριζόμενοι publicly exposed to reproach and affliction Hb 10:33 (Posidon.: 87 Fgm. 108 [app.] Jac. ἐξεθεάτριζον ὀνειδίζοντες).—DELG s.v. θέα. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θεατρίζω — θεᾱτρίζω , θεατρίζω to be pres subj act 1st sg θεᾱτρίζω , θεατρίζω to be pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεατρίζω — ισα, ίστηκα 1. διασύρω κάποιον δημόσια. 2. παθ., θεατρίζομαι πηγαίνω στο θέατρο: Δε θεατρίζεται συχνά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεατρίσῃ — θεᾱτρίσῃ , θεατρίζω to be aor subj mid 2nd sg θεᾱτρίσῃ , θεατρίζω to be aor subj act 3rd sg θεᾱτρίσῃ , θεατρίζω to be fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεατρίζομαι — (AM θεατρίζω και θεατρίζομαι) [θέατρο] νεοελλ. θεατρίζομαι 1. συχνάζω στο θέατρο, παρακολουθώ τακτικά θεατρικές παραστάσεις 2. πηγαίνω στο θέατρο για να δω θεατρική παράσταση (μσν. αρχ.) 1. ενεργ. θεατρίζω εκθέτω κάποιον σε δημόσια θέα,… …   Dictionary of Greek

  • θεατριζόντων — θεᾱτριζόντων , θεατρίζω to be pres part act masc/neut gen pl θεᾱτριζόντων , θεατρίζω to be pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεατρίζει — θεᾱτρίζει , θεατρίζω to be pres ind mp 2nd sg θεᾱτρίζει , θεατρίζω to be pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεατρίζοντα — θεᾱτρίζοντα , θεατρίζω to be pres part act neut nom/voc/acc pl θεᾱτρίζοντα , θεατρίζω to be pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεατρίζουσι — θεᾱτρίζουσι , θεατρίζω to be pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θεᾱτρίζουσι , θεατρίζω to be pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεατρίζουσιν — θεᾱτρίζουσιν , θεατρίζω to be pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θεᾱτρίζουσιν , θεατρίζω to be pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεατρίσαι — θεᾱτρίσαι , θεατρίζω to be aor inf act θεᾱτρίσαῑ , θεατρίζω to be aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”